- τρυφερόφθαλμος
- τρῠφερ-όφθαλμος, ον,A with weak eyes, Aët.7.108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυφερόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει γλυκά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
τρυφεροφθάλμοις — τρυφερόφθαλμος with weak eyes masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek